πλησιοθάλαττος

πλησιοθάλαττος
πλησιοθάλαττος [pron. full] [θᾰ], ον,
A near the sea, Sch.Opp.H.1.309.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλησιοθάλαττος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παραθαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + θάλαττα / θάλασσα (πρβλ. απειρο θάλαττος)] …   Dictionary of Greek

  • πλησιοθαλάττοις — πλησιοθάλαττος near the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”